- κυβοστόν
- κυβοστόνfraction corresponding toneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβοστός — κυβοστός, ή, όν (Α) [κύβος] το ουδ. ως ουσ. τὸ κυβοστόν το κλάσμα ενός κυβικού αριθμού, δηλαδή 1/χ3 … Dictionary of Greek